Ενοριακοί Ιεροί Ναοί

Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου

Η προ του 1818 περίοδος

Τα δυτικά περίχωρα της Θεσσαλονίκης, δηλαδή η περιοχή από το Βαρδάρι ως το Δερβένι, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας περιελάμβαναν βοσκοτόπια, κτήματα, κήπους, χειμάρρους και έλη. Το 1771 σε τουρκικό τεφτέρι σημειώνονται τρία τσιφλίκια, μεταξύ των οποίων το μεγαλύτερο είναι το Χαρμάν-Κιοΐ (χωριό με αλώνια), που ταυτίζεται σήμερα με τον Εύοσμο και τα Ελευθέρια-Κορδελιό.

Τα τσιφλίκια αυτά καταγράφονται ως χριστιανικά με κατοίκους ασχολούμενους κυρίως με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Οι υποχρεώσεις τους περιελάμβαναν καταβολή φόρου και ορισμένης ποσότητας από ξυλοκάρβουνα στους Τούρκους.

Στις αρχές του 19ου αιώνα για άγνωστους λόγους μνημονεύεται ο εξισλαμισμός του ενήλικου γιου του Γεωργίου (Τραγιανού), ο οποίος πήρε το όνομα Αλής και τέθηκε υπό την καθοδήγηση του Αράπ Χατζή Μεχμέτ. Πιθανότατα ο εξισλαμισθείς έλαβε ως κτήμα του μεγάλο τμήμα από το τσιφλίκι. Το πρόσωπο αυτό συνδέεται άμεσα με την ανέγερση του ναού του Αγίου Αθανασίου.


Η ανέγερση του ναού

Η τοπική παράδοση διασώζει την πληροφορία ότι κατόπιν θαυμαστού οράματος ο Αλής αποφασίζει να παραχωρήσει σημαντική έκταση, για να κτίσουν οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής ένα ναό προς τιμήν του εμφανισθέντος Αγίου Αθανασίου. Η απόφαση τοποθετείται στο έτος 1817.

Η ανέγερση ολοκληρώνεται με την προσωπική εργασία των κατοίκων το επόμενο έτος, σε χώρο όπου παλαιότερα υπήρχαν στάβλοι, οι οποίοι βεβαίως γκρεμίσθηκαν. Η ανθεκτικότητα και η γραφικότητα του κτίσματος (είναι το παλαιότερο σωζόμενο σε όλη την εκτός των τειχών δυτική Θεσσαλονίκη) φανερώνουν την ευσέβεια, την τέχνη και την επιμέλεια των κτιτόρων του ναού σε όλες τις μετέπειτα γενιές των χριστιανών της περιοχής μας. Η συμβολή του παραχωρήσαντος την έκταση, του εξισλαμισθέντος Αλή, φαίνεται ότι ήταν πολύ μεγάλη, διότι και χρήματα προσέφερε, αλλά και φρόντισε με σωζόμενο κιτάπι να «προικοδοτήσει» το ναό με σημαντική πέριξ αυτού έκταση. Η παράδοση μάλιστα εμμένει στην πληροφορία ότι πήγαινε ο ίδιος κρυφά τις νύκτες εκεί για να προσευχηθεί. Επομένως η όλη ιστορία του αποτελεί μία ακόμη περίπτωση κρυπτοχριστιανού, ο οποίος με τη φαινομενική του αλλαξοπιστία πέτυχε να εξασφαλίσει ναό για τις λατρευτικές ανάγκες των χριστιανών του τσιφλικιού.


Η μαρτυρία των παλαιότερων εικόνων

Απόδειξη της γενναίας οικονομικής συμβολής του κτίτορος «Αλή» αποτελεί και η συλλογή των δέκα παλαιότερων εικόνων του ναού, οι οποίες χρονολογούνται όλες το έτος 1819. Πρόκειται για εικόνες της επαρχιακής μακεδονίτικης αγιογραφίας του 19ου αιώνα, οι οποίες πρέπει να αποδοθούν πιθανότατα στον αγιογράφο  Μαργαρίτη Λάμπου από την Κολακιά (Πύργος, Χαλάστρα), χωριό με πλούσια παράδοση αγιογράφων που άφησαν έργα τους στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, Πιερίας, Κιλκίς και Χαλκιδικής. Οι εικόνες του ναού φανερώνουν υψηλή τέχνη. Το γεγονός μάλιστα ότι είναι δέκα και φιλοτεχνήθηκαν με τη χρήση και φύλλων χρυσού αποκαλύπτει εμμέσως πλην σαφώς το χορηγό, που κάλεσε και φιλοξένησε επί μακρόν τον αγιογράφο μέχρις ότου τελειώσει το θεάρεστο έργο του.

Οι εικόνες αυτές τοποθετημένες όλες στο τέμπλο, το οποίο έχει και μέρη ξυλόγλυπτα, είναι:

– Εσταυρωμένος,

– Χριστός Παντοκράτορας,

– Παναγία Ελεούσα,

– Άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος,

– Άγ. Αθανάσιος,

– Άγ. Γεώργιος,

– Άγ. Δημήτριος,

– Άγ. Κωνσταντίνος και Ελένη,

– Άγ. Διονύσιος Ολύμπου και

– Άγ. Μανδήλιον.

Σε πέντε από τις εικόνες αυτές διαβάζουμε και ονόματα χριστιανών δωρητών τους, όπως: Γεώργιος Τραγιανός και Κιρανό Στεργίου, Πέτρος Τραγιανός, Αναστάσιος Νικολάου Καπίλας, Νικόλαος Τάσιου και Δημητράκης Αποστόλου.

Την πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας του ναού του Αγίου Αθανασίου ακολούθησαν και άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες πτυχές της (τοιχογραφίες, εικόνες φορητές και άλλων αγιογράφων του 19ου αιώνα, διακονήσαντες ιερείς, ερχομός προσφύγων από Β. Ήπειρο και Μ. Ασία, κτίσιμο καμπαναριού κ.ά.) μέχρις ότου φθάσουμε στο σήμερα.


Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου

Ο Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ευόσμου θεμελιώθηκε στις 16 Αυγούστου 1966 από τον Θεοφιλέστατο επίσκοπο Ταλαντίου κ. Στέφανο (κατόπιν εντολής του Παναγιωτάτου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος του Α’). Πολύ γρήγορα, λόγω τεχνικών δυσκολιών, διακόπηκαν οι εργασίες στα θεμέλια για να συνεχιστούν το 1971 από τον Αρχιμανδρίτη Αλέξανδρο Καλπακίδη, ο οποίος διατέλεσε πρόεδρος των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων του ναού έως τον Ιούνιο του 1992, οπότε και εξελέγη Μητροπολίτης Αργυροκάστρου της Εκκλησίας της Αλβανίας. Τον Οκτώβριο του 1972 γίνονται τα θυρανοίξια της Κατακόμβης από τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Λεωνίδα, ενώ τα θυρανοίξια του ναού έγιναν τον Οκτώβριο του 1978 και τα εγκαίνιά του στις 9 Μαΐου 1982 από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο και άλλους τέσσερις Μητροπολίτες.

Ο ναός είναι τρισυπόστατος (οι άλλες αγίες τράπεζες τιμώνται στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και τους Αγιορείτες Οσίους Διονύσιο και Μητροφάνη) ενώ υπάρχουν και άλλα δυο παρεκκλήσια: Οσίου Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη και Αγίων Αναργύρων.

Ο υπόγειος χώρος του ναού (ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ) είναι πλέον Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας, όπου κυρίως στεγάζονται οι ποικίλες δραστηριότητες των νέων, ενώ η Ενορία από το 1994 διαθέτει δικές της κατασκηνώσεις «Ευλογημένο Καταφύγιο – Άξιον Εστί» στο χωριό Μακρυνίτσα Σιδηροκάστρου.